Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρεμμυδάκι

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Greek Monolingual

και κρομμυδάκι το κρεμμύδι
1. μικρό κρεμμύδι
2. φρ. «τον έκανε με τα κρεμμυδάκια» — άσκησε αυστηρότατο έλεγχο εις βάρος του.