κρινόλευκος

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει το χρώμα του κρίνου, ο λευκός σαν το κρίνο («κρινόλευκο και παχουλό προσωπάκι», Ξενόπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 σε ανώνυμο ποιητή].