κριομαχώ
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
κριομαχῶ, -έω (Α)
μάχομαι χρησιμοποιώντας πολιορκητικό κριό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός -μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. ιππομαχώ, ναυμαχώ].