κρούμα

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source

Greek Monolingual

κροῦμα, τὸ (Α) κρούω
1. κρούση, χτύπημα
2. τόνος ή νότα που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ δίκαιος ἀμείνων κοινωνὸς τοῦ κιθαριστικοῦ, ὥσπερ ό κιθαριστικὸς τοῦ δικαίου εἰς κρουμάτων;», Πλάτ.
β. «αὐλεῖ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)
3. μελωδία («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.).