ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
κρῠφᾶ: Ἐπίρρ. Δωρ. ἀντὶ κρυφῆ, Πινδ. Ο. 1. 75, Ἀποσπ. 217. 3.
[doric for κρυφῆ, Pind.]