κτίτωρ

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source

German (Pape)

[Seite 1520] ορος, ὁ, dasselbe, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

κτίτωρ: -ορος, ὁ, = κτίστης Τζέτζ. Ἱστ. 3. 964., 6. 694.

Greek Monolingual

κτίτωρ, -ορος, ὁ (Μ)
βλ. κτίτορας.