κυητικός
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
German (Pape)
[Seite 1525] zum Empfangen gehörig, ὄργανα, Geschlechtstheile, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
κυητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κύησιν, σύλληψιν, ὄργανα Κλήμ. Ἀλ. 225.
Greek Monolingual
κυητικός, -ή, -όν (Α) κυώ
ο κατάλληλος για την κύηση («κυητικὰ ὄργανα», Κλήμ. Αλ.).