κυκνικός

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Greek Monolingual

κυκνικός, -ή, -όν (Μ) κύκνος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο.