κυλίνδρι

Greek Monolingual

και κυλίνδριν, το (Α κυλίνδριον)
νεοελλ.
ειδικός κύλινδρος που χρησιμοποιείται για ισοπέδωση εδάφους και για πίεση επιστρώσεώς του
αρχ.
μικρός κύλινδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + κατάλ. -ι(ο)(ν)].