κυλινδροποιώ

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

μετασκευάζω κάτι και του δίνω σχήμα κυλίνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + -ποιώ (< ποιώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].