κωμοδρόμος

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source

Greek Monolingual

ο (AM κωμοδρόμος)
αυτός που γυρίζει από κώμη σε κώμη
νεοελλ.-μσν.
(στην Κύπρο) σιδηρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγοδρόμος, σταδιοδρόμος.