σταδιοδρόμος
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
(parox.), ὁ, one who runs in the stadium, one who runs for a prize, Simon.125, Pi. O.13 tit., Stratt.62, Pl.Lg.833a, Aeschin.1.157:—the collat. form στάδιαδρ- is found in IG42(1).99.17 (Epid., iii/ii B.C.), 7.1772.3 (Thespiae, ii A.D.), CIG2758 111 ii 4, al. (Aphrodisias), Paus.6.20.9, etc.
German (Pape)
[Seite 926] im Stadion laufend; Stratt. bei Poll. 3, 146; Plat. Legg. VIII, 833 a; Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui court dans le stade, qui dispute le prix de la course.
Étymologie: στάδιον, δραμεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταδιοδρόμος -ου, ὁ [στάδιον, δραμεῖν] hardloper over de afstand van één στάδιον: stadionrenner.
Russian (Dvoretsky)
στᾰδιοδρόμος: ὁ участник состязания в беге Pind., Plat., Aeschin.
Greek Monolingual
και σταδιαδρόμος και σταδιηδρόμος, ὁ, Α
αυτός που αγωνίζεται στο στάδιο («Ἀντικλέα τὸν σταδιοδρόμον», Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνοδρόμος. Ο τ. σταδιαδρόμος πιθ. κατ' επίδραση του πληθ. στάδια].
Greek Monotonic
στᾰδιοδρόμος: ὁ, αθλητής που τρέχει στο στάδιο, δρομέας που διαγωνίζεται για το έπαθλο, σε Σιμων., Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰδιοδρόμος: ὁ, ὁ τρέχων ἐν τῷ σταδίῳ, ὁ περὶ βραβείου διαγωνιζόμενος εἰς τὸν δρόμον, Σιμωνίδ. 154, Πινδ. Ο. 13 (ἐν τῇ ἐπιγραφῇ), Πλάτ. Νόμ. 833Α, Αἰσχίν. 22. 30· ― ὁ παράλλ. τύπος σταδιαδρ-, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758. 7 κἑξ., Παυσ. 6. 20, 9, κτλ.· στᾰδιοδρόμης, ου, ὁ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 682. ― Πρβλ. σταδιεύς.
Middle Liddell
στᾰδιο-δρόμος, ὁ,
one who runs the stadium, one who runs for a prize, Simon., Aeschin.