κωμωδοποιός

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

ο (AM κωμῳδοποιός και κωμῳδιοποιός)
αυτός που γράφει κωμωδίες, κωμοδιογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + -ποιός (< ποιῶ].