κωμωδοποιός
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
Greek Monolingual
ο (AM κωμῳδοποιός και κωμῳδιοποιός)
αυτός που γράφει κωμωδίες, κωμοδιογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + -ποιός (< ποιῶ].