κωμῳδοποιός

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμῳδοποιός Medium diacritics: κωμῳδοποιός Low diacritics: κωμωδοποιός Capitals: ΚΩΜΩΔΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kōmōidopoiós Transliteration B: kōmōdopoios Transliteration C: komodopoios Beta Code: kwmw|dopoio/s

English (LSJ)

ὁ, comic poet, Pl.Ap. 18d, Phd.70c, R.606c, al., Arist.Po.1449a4, IG11(2).113.26 (Delos, iii B.C.), Phld.Mus.p.99 K., etc.

German (Pape)

[Seite 1545] ὁ, der Comödiendichter; Plat. Apol. 18 d Phaed. 70 b; Arist. rhet. 3, 3 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
auteur comique.
Étymologie: κωμῳδία, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωμῳδοποιός -οῦ, ὁ, later κωμῳδιοποιός [κωμῳδός, ποιέω] komediedichter.

Russian (Dvoretsky)

κωμῳδοποιός: οῦ ὁ Plat., Arst. = κωμῳδοποιητής.

Greek (Liddell-Scott)

κωμῳδοποιός: ὁ, ὁ ποιητὴς κωμῳδιῶν, κωμικὸς ποιητής, Πλάτ. Ἀπολ. 18D, Φαίδων, 70C, Πολ. 606C, κ. ἀλλ., Ἀριστ., κτλ.

Greek Monolingual

ο (AM κωμῳδοποιός και κωμῳδιοποιός)
αυτός που γράφει κωμωδίες, κωμοδιογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + -ποιός (< ποιῶ].

Greek Monotonic

κωμῳδοποιός: ὁ, δημιουργός κωμωδιών, κωμικός ποιητής, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κωμῳδο-ποιός, οῦ, ὁ,
a maker of comedies, comic poet, Plat.

English (Woodhouse)

comic poet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)