κωνωπείον

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

κωνωπεῖον, τὸ (Α) κώνωψ αραχνοειδές ύφασμα που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα πάνω από κρεβάτι, το οποίο περιβάλλει για προφύλαξη από τα κουνούπια, κουνουπιέρα.