στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
έων (οἱ) :touj. au pl. ; pl. att. κωπῆς;bois à faire des rames.Étymologie: κώπη.