κωπαίος

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442

Greek Monolingual

-α, -ο κώπη
1. αυτός που ανήκει στο κουπί
2. αυτός που χρησιμεύει ως κουπί («κωπαίο πτερύγιο τών ιχθύων»).