κόρυξ

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρυξ Medium diacritics: κόρυξ Low diacritics: κόρυξ Capitals: ΚΟΡΥΞ
Transliteration A: kóryx Transliteration B: koryx Transliteration C: koryks Beta Code: ko/ruc

English (LSJ)

νεανίσκος, Hsch.

Greek Monolingual

κόρυξ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νεανίσκος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλο παρ. του κόρος.