ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Full diacritics: κόρυξ | Medium diacritics: κόρυξ | Low diacritics: κόρυξ | Capitals: ΚΟΡΥΞ |
Transliteration A: kóryx | Transliteration B: koryx | Transliteration C: koryks | Beta Code: ko/ruc |
κόρυξ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νεανίσκος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλο παρ. του κόρος.