κύρωση

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

η (Α κύρωσις) κυρώ
επίσημη επιβεβαίωση, πιστοποίηση, επικύρωση (α. «δεν έγινε ακόμη η κύρωση του νόμου από τη βουλή» β. ἐπὶ κυρώσει τῶν λεγομένων», Ιώσ.)
νεοελλ.
1. επιβολή ποινής, τιμωρία για κάτι («εάν δεν τηρηθούν οι κανονισμοί, θα επιβληθούν κυρώσεις»)
2. διεθν. δίκ. μέσο καταναγκασμού, στρατιωτικού, οικονομικού ή δημοσιονομικού χαρακτήρα, που μπορεί να επιβληθεί σε ένα κράτος το οποίο παραβαίνει τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.