λέλειπτο

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monotonic

λέλειπτο: Επικ. αντί ἐλέλειπτο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του λείπω· λελεῖφθαι, απαρ.