λαγηνοειδής

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

-ές λαγήνα
αυτός που έχει σχήμα λαγηνιού, όμοιος με λαγήνι.