λαγήνι

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source

Greek Monolingual

και λαγύνι και λαήνι, το (AM λαγήνιον, Α και λαγύνιον, Μ και λαγήνιν)
νεοελλ.-μσν.
δοχείο πήλινο, γυάλινο ή και μετάλλινο για τοποθέτηση υγρών και ιδίως νερού, υδρία, στάμνα
μσν.
μονάδα μέτρησης υγρών
αρχ.
(υποκορ. του λάγηνος) μικρό δοχείο, σταμνάκι, κανάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάγηνος + υποκορ. κατάλ. -ιον. Ο τ. λαγύνι < λάγυνος. Ο τ. λαήνι έχει σιγήσει το ενδοφωνηεντικό -γ-].