λαγόπους
From LSJ
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
Greek Monolingual
-ουν και λαγώπους, -ουν (Α λαγώπους, -ουν)
1. λαγοπόδαρος, αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με του λαγού
2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λαγόπους ή λαγώπους
γένος ορνιθόμορφων πτηνών της οικογένειας φασιανίδες, του οποίου στην Ελλάδα ζουν δύο είδη κοινώς γνωστά ως βουνοκονόκοτα και βαλτοκονόκοτα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λαγόπουν
το φυτό τριφύλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + πούς (πρβλ. ελαφόπους, ελεφαντόπους)].