λαμπροφωτεινός
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
Greek Monolingual
λαμπροφωτεινός, -ή, -όν (Μ)
(ως επίθ. της Παναγίας) αυτή που έχει λαμπρότητα και φωτεινότητα.