λαμπρόμορφος

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

Greek Monolingual

λαμπρόμορφος, -η, -ον (Μ)
αυτός που έχει λαμπρή, εξαίσια, μορφή.