λαμπρόξανθος

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ξανθά και γυαλιστερά μαλλιά.