στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
το1. φύλλο λαχάνου («ντολμάδες με λαχανόφυλλα»)2. μτφ. εφημερίδα ευτελούς περιεχομένου, κακής ποιότητας.