λαχανόφυλλο

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

το
1. φύλλο λαχάνου («ντολμάδες με λαχανόφυλλα»)
2. μτφ. εφημερίδα ευτελούς περιεχομένου, κακής ποιότητας.