λεβεντάνθρωπος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

και λεβεντάθρωπος, ο
1. άνδρας με παράστημα, εμφάνιση και τρόπους λεβέντη
2. άνδρας αρχοντικός στη συμπεριφορά και στις διαθέσεις
3. άνδρας γενναιόδωρος.