λεβεντάνθρωπος

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek Monolingual

και λεβεντάθρωπος, ο
1. άνδρας με παράστημα, εμφάνιση και τρόπους λεβέντη
2. άνδρας αρχοντικός στη συμπεριφορά και στις διαθέσεις
3. άνδρας γενναιόδωρος.