λεκανοειδής

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

λεκανοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα λεκάνης, Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. σ. 188, ἔκδ. Potter.

Greek Monolingual

-ές (Α λεκανοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα λεκάνης.