λεμονόφλουδα

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

η, και λεμονόφλουδο, το
1. ο φλοιός της λεμονιάς
2. η φλούδα του λεμονιού.