λεοντοκεφαλή
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
ἡ, lion-headed gargoyle, SIG 241.107, 117 (Delph., iv BC, in Doric form -ά), IG4²(1).102.294, 303 (Epid.).
Greek Monolingual
η (Α λεοντοκεφαλή)
αρχιτεκτονικό κόσμημα που έχει σχήμα κεφαλής λιονταριού και που χρησιμεύει ως υδρορρόη.