λεπτοφανής

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

German (Pape)

[Seite 31] ές, dünn, schwach scheinend, ἀχάτης, Nonn. D. 5, 170; man vermuthet λεπτοφαής.