πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
ληίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ λεία, συχν. παρ’ Ἡρόδ.
ληΐη, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. λεία (Ι).