ληίη

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.

Greek (Liddell-Scott)

ληίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ λεία, συχν. παρ’ Ἡρόδ.

Greek Monolingual

ληΐη, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. λεία (Ι).