Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
ληίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ λεία, συχν. παρ’ Ἡρόδ.
ληΐη, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. λεία (Ι).