λιάσιμο

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

το [[[λιάζω]] III]
η έκθεση στο φως και στη θερμότητα του ήλιου («το λιάσιμο της σταφίδας»).