λιγοψυχιά

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

και ολιγοψυχία, η (Α ολιγοψυχία, ιων. τ. ολιγοψυχίη) ολιγόψυχος
1. έλλειψη θάρρους ή αντοχής, δειλία, ανανδρία
2. τάση για εμετό ή για λιποθυμία.