λινάλευρο

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source

Greek Monolingual

το
το αλεύρι, η σκόνη που παράγεται από την άλεση του λιναρόσπορου.