λινδέρα
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
Greek Monolingual
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lindera < νεολατ. lindera < J. Linder, όν. Ελβετού βοτανολόγου].