λιονταρήσιος
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Greek Monolingual
και λεονταρήσιος, -α, -ο λιοντάρι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λιοντάρι
2. μτφ. γενναίος σαν λιοντάρι.