λιποσιτώ

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

λιποσιτῶ, -έω (Α)
στερούμαι σίτου, τροφής, πάσχω από έλλειψη τροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπόσιτος < λιπ(ο)- + σῖτος.