λιποϊκός

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «λιποϊκό οξύ»
(χημ.-βιοχ.) ετεροκυκλική οργανική ένωση, μονοκαρβονικό οξύ, που διαδραματίζει ουσιώδη ρόλο στη μετατροπή του πυρουβικού οξέος σε ακετυλοσυνένζυμο Α μέσα στα κύτταρα.