λογιότατος

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

και λογιώτατος, -η, -ο (Α λογιότατος, -άτη,-ον)
βλ. λόγιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. βαθμός του επιθ. λόγιος, χρησιμοποιούμενος συχνά ως ουσιαστικό].