λογοτεχνικός

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

-ή, -ό λογοτέχνης
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον λογοτέχνη ή στη λογοτεχνία (α. «λογοτεχνικό ταλέντο» β. «λογοτεχνικό περιοδικό» γ. «λογοτεχνικό κείμενο»).
επίρρ...
λογοτεχνικῶς και -ά
από λογοτεχνική πλευρά ή με λογοτεχνικό τρόπο.