λογχομαχώ

From LSJ

Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας → Vulgi tumultus longe fuge et insaniam → Der Massen Auflauf meide und die Trunkenheit

Menander, Monostichoi, 239

Greek Monolingual

-έω
μάχομαι με τη λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -μαχῶ(< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυμαχώ, ξιφομαχώ].