λογύδριο

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

το (AM λογύδριον)
μικρός, σύντομος λόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. στηλύδριον)].