λογύδριο

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

το (AM λογύδριον)
μικρός, σύντομος λόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. στηλύδριον)].