δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-η, -οαυτός που προσβλήθηκε από τον λοιμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. απυρό-βλητος, μυρό-βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν].