λοξοπορώ

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

Greek Monolingual

λοξοπορῶ, -έω (Α) λοξόπορος
πορεύομαι λοξά («δι' οὗ φέρεται λοξοπορῶν ὁ ἥλιος», Πλούτ.).