λοξότμητος

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
λοξά τετμημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοτέμνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].